Κοινωνικός Φιλελευθερισμός και Νεοφιλελευθερισμός

Κοινωνικός Φιλελευθερισμός και Νεοφιλελευθερισμός

Ο φιλελευθερισμός σαν ιδεολογία διαμορφώθηκε κυρίως στις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά κάποιες έννοιες και αιτήματα που τον προανήγγειλαν, αναπτύχθηκαν κατά τον 17ο και 18ο αιώνα και διαδόθηκαν μέσα από τις μεγάλες επαναστάσεις που κατέλυσαν τον φεουδαλισμό. Μεγάλοι στοχαστές, όπως ο Λοκ, ο Χομπς και ο Ρουσώ εκπροσωπούν το ιδεολογικό ρεύμα που οδήγησε στα αιτήματα για συνταγματική διακυβέρνηση, κατάργηση των αριστοκρατικών προνομίων και θρησκευτική ελευθερία. Ο φιλελευθερισμός είναι ουσιαστικά γέννημα του Διαφωτισμού.

Οι έννοιες που χαρακτηρίζουν τον φιλελευθερισμό είναι η ατομικότητα, η ελευθερία, ο ορθός λόγος, η ανεκτικότητα, η δικαιοσύνη, το αίτημα της νομιμοποίησης της πολιτικής (και κάθε) εξουσίας και τέλος ο θεσμός της ελεύθερης αγοράς και των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που συνδέονται με την απρόσκοπτη λειτουργία της (Dworkin 1992: 18). Οι ελευθερίες που συνδέονται με τον φιλελευθερισμό χαρακτηρίζονται ως αρνητικές γιατί εγγυώνται την αποτροπή του καταναγκασμού της εξουσίας. Μέσα σε αυτό το εννοιακό πλαίσιο και με βάση τις θεωρίες του Adam Smith, αναπτύχθηκε και ο οικονομικός φιλελευθερισμός, που πρέσβευε κατάργηση κάθε κρατικής παρέμβασης, δασμών και περιορισμών στην αγορά.

Όμως, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, έγινε φανερό ότι, ο φιλελευθερισμός, με τη διαρκή επιδίωξη του κέρδους, δημιούργησε κοινωνικές ανισότητες, κι έτσι φιλελεύθεροι στοχαστές εισηγήθηκαν αλλαγές που στηρίζονταν σε θετικές ελευθερίες, οι οποίες εγγυώνται την ανάπτυξη και πραγμάτωση των δυνατοτήτων του ατόμου (Μαρκέτος 2002: 87). Αυτό οδήγησε τους φιλελεύθερους στη δημιουργία του κοινωνικού φιλελευθερισμού που κορυφώθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα. Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός στοχεύει, μέσω του κράτους πρόνοιας, στην προώθηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των ασθενέστερων (Μαρκέτος 2002: 88). Αυτό που καθιέρωσε τον κοινωνικό φιλελευθερισμό και το παρεμβατικό κράτος, ήταν οι ιδέες του Βρετανού Οικονομολόγου John Meynard Keynes, ο οποίος ερμήνευσε την αδυναμία της καπιταλιστικής αγοράς να αυτορρυθμίζεται και ανέδειξε τα πλεονεκτήματα του οικονομικού σχεδιασμού (Μαρκέτος 2002: 91). Από τη δεκαετία του ’70, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός εμπλουτίστηκε με την εμφάνιση του σοσιαλδημοκρατικού (ή εξισωτικού) φιλελευθερισμού, που στηρίχθηκε στις ιδέες του John Rawls. Ο Rawls υπερασπίστηκε την ιδέα της αναδιανομής βασιζόμενος στην ιδέα της «ισότητας ως δικαιοσύνη» και διατύπωσε την «αρχή της διαφοράς», σύμφωνα με την οποία, καμία ανισότητα δεν επιτρέπεται, παρά μόνον αν λειτουργεί υπέρ των μειονεκτούντων (Kymlicka 2010: 151).

Από την άλλη, πάνω στις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού, αναπτύχθηκε κατά την τελευταία περίοδο του 20ου αιώνα, ο νεοφιλελευθερισμός. Με τη αποτυχία του κοινωνικού κράτους και την οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’70, αναπτύχθηκε το ιδεολογικό πρόγραμμα της «νέας δεξιά», τμήμα της οποίας είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος συνδυάζει μια κατά βάση συντηρητική κοινωνική φιλοσοφία, που σκοπεύει στην ανατροπή της «μεγάλη» διακυβέρνησης, με την laissezfaire εκδοχή του φιλελευθερισμού (Heywood 2007: 119) . Αιχμή του νεοφιλελευθερισμού είναι ελευθερισμός (libertarianism), με κύριο εκπρόσωπο τον Robert Nozick, ο οποίος υποστηρίζει, ότι «ο άνθρωπος είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του» (Kymlicka 2010: 206) και συνεπώς ότι κατέχει, μόνο ο ίδιος μπορεί να τα διαθέσει όπως επιθυμεί και κανείς δεν επιτρέπεται να τον υποχρεώσει να εκχωρήσει κάτι, γιατί θα ήταν άδικο. Το άτομο πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σκοπός και ποτέ ως μέσο. Επίσης ο Nozick υιοθετεί τον απεριόριστο καπιταλισμό (Kymlicka 2010: 207).

Διαφορές Κοινωνικού Φιλελευθερισμού και Νεοφιλελευθερισμού

Οι διαφορές των δύο εκδοχών του φιλελευθερισμού (κοινωνικού και νεο-) εντοπίζονται σε πολλά σημεία, σε επίπεδο αρχών ή χαρακτηριστικών, αλλά και επιμέρους δικαιωμάτων και πρακτικών. Η πιο θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον κοινωνικό φιλελευθερισμό και το νεοφιλελευθερισμό εντοπίζεται στην έννοια της αλλαγής. Ενώ ο κοινωνικός φιλελευθερισμός έχει στο κέντρο του προγράμματός του την κοινωνική αλλαγή (αναδιανομή, άνοιγμα στη διαφορετικότητα, κλπ), ο νεοφιλελευθερισμός, ενταγμένος μέσα στο γενικότερο ρεύμα του συντηρητισμού, αγωνίζεται να αποτρέψει τις αλλαγές που θεωρεί ότι ανατρέπουν την κοινωνική δομή, αποδεχόμενος τις ανισότητες ως φυσιολογικές (Kymlicka 2010: 226), αλλά και την αλλοίωση του μοντέλου της απόλυτα ελεύθερης αγοράς. Σε μεγάλο βαθμό ο νεοφιλελευθερισμός ευαγγελίζεται είτε κοινωνική «στάση» είτε επιστροφή στο παρελθόν. Μια άλλη σημαντική διαφοροποίηση αφορά στην προσέγγιση της κάθε μιας από τις δύο ιδεολογίες στο θέμα της δικαιοσύνης. Για τον κοινωνικό φιλελευθερισμό, η κοινωνική δικαιοσύνη προϋποθέτει την ισότητα ευκαιριών και μάλιστα οι ίσες ευκαιρίες πρέπει να «επιδοτούνται» μέσα από θετικές πολιτικές για τους μειονεκτούντες. Από την άλλη ο νεοφιλελευθερισμός απαιτεί την τήρηση των θεμελιωδών τυπικών κανόνων δικαίου και θεωρεί ότι η κοινωνική δικαιοσύνη παραβιάζεται όταν παραβιάζονται τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα, ενώ αποδέχεται μια φυσική ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων.

Ουσιαστικές είναι οι διαφορές και στο ποιες αρχές η κάθε μία θεωρεί θεμελιώδεις. Έτσι για τον κοινωνικό φιλελευθερισμό η ισότητα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα (Dworkin 1992: 61), ενώ στο νεοφιλελευθερισμό εκτιμούν περισσότερο την ελευθερία . Στον κοινωνικό φιλελευθερισμό η ελευθερία συνδέεται με τα θετικά δικαιώματα, ενώ για τον νεοφιλελευθερισμό «η ελευθερία αποτελεί θεμελιωτική ηθική προκείμενη» (Kymlicka 2010: 243) και υπερτερούν τα αρνητικά δικαιώματα. Όμως και στην ισότητα υπάρχει διαφορετική αντίληψη σχετικά με το τι επιβάλει. Υπάρχουν δύο αρχές ισότητας ως ιδεώδη. Η μία επιβάλλει το κράτος να αντιμετωπίζει τα άτομα ως ίσους (treat as equals) και η άλλη επιβάλλει να τους εξισώνει (treat equally), δηλαδή να επιβάλλει αναδιανομή για να εξασφαλίσει τις ίσες ευκαιρίες (Dworkin 1992: 65). Η πρώτη αρχή υιοθετείται κι από τις δύο ιδεολογίες, αλλά η δεύτερη είναι σχεδόν ανάθεμα για το νεοφιλελευθερισμό. Η σύλληψη της ατομικότητας επίσης είναι διαφορετική στις δύο ιδεολογίες. Ενώ στον κοινωνικό φιλελευθερισμό το άτομο συμβάλλει (αναδιανομή) στην κοινωνική προσπάθεια, στο νεοφιλελευθερισμό το κάθε άτομο όντας «ιδιοκτήτης του εαυτού του», ενεργεί τελείως εγωιστικά. Δεν δέχεται να του αφαιρεθεί τίποτα, ακόμη και «για να σωθεί κάποιος ανάπηρος που λιμοκτονεί» (Kymlicka 2010: 201).

Το κράτος στον κοινωνικό φιλελευθερισμό είναι εξ ορισμού παρεμβατικό. Οι πολίτες μέσα από το «κοινωνικό συμβόλαιο» το εξουσιοδοτούν να προωθήσει πολιτικές υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Οφείλει να καταπολεμά τις ανισότητες με αναδιανομή των πόρων, ώστε να εξασφαλίζονται οι ίσες ευκαιρίες και για τους μειονεκτούντες. Αντίθετα ο νεοφιλελευθερισμός επιδιώκει το ελάχιστο μη παρεμβατικό κράτος. Το κράτος πρέπει να περιορίζεται μόνο στις λειτουργίες προστασίας στο εσωτερικό (βία, κλοπές, τήρηση των συμβολαίων, κ.ο.κ.) (Kymlicka 2010: 200) και την προστασία των συνόρων. Να μην υπάρχουν κοινωνικές παροχές, δημόσια παιδεία, συγκοινωνίες, πάρκα, κλπ. Στον τομέα της Οικονομίας, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, ευνοεί το σχεδιασμό και την κρατική διαχείριση της οικονομίας. Με αυτά τα εργαλεία αποβλέπει στον περιορισμό των ακροτήτων της αγοράς και στον έλεγχο της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Αντίθετα ο νεοφιλελευθερισμός είναι υπέρ της απολύτως ελεύθερης αγοράς, χωρίς κανένα περιορισμό από το κράτος και με ελάχιστη φορολόγηση. Μόνο όση απαιτείται για τη συντήρηση του θεσμικού πλαισίου για την προστασία του συστήματος των ελεύθερων συναλλαγών (Kymlicka 2010: 200).

Αλλά και σε άλλα χαρακτηριστικά ή πολιτικές και οικονομικές πρακτικές η διαφοροποίηση των δύο ιδεολογιών είναι ουσιαστική. Στο θέμα της ανεκτικότητας, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός ευνοεί την διαφορετικότητα, «έχοντας αποδεχθεί τα πλεονεκτήματα της ηθικής και πολιτισμικής διαφορετικότητας» (Heywood 2007: 138-9), ενώ ο νεοφιλελευθερισμός μέσα από τη συμπόρευσή του με την παγκοσμιοποίηση προωθεί την ομογενοποίηση (εθνοτική και πολιτισμική) και «την τάση για συγχώνευση και μονοπώλιο» (Heywood 2007: 122). Στις οικονομικές πρακτικές, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός χρησιμοποιεί σαν διαχειριστικό εργαλείο τα κρατικά ελλείμματα και αποβλέπει στην πλήρη απασχόληση, ενώ αντίθετα, ο νεοφιλελευθερισμός είναι υπέρ του χαμηλού ή μηδενικού πληθωρισμού και θεωρεί ότι υπάρχει «υποχρεωτικό επίπεδο ανεργίας», πράγμα που επιτρέπει στον καπιταλιστή να έχει μεγάλη επιλογή, φθηνής εργασίας. Τέλος, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός φροντίζει για τους φτωχούς και τους μειονεκτούντες μέσα από προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, τα οποία χρηματοδοτεί μέσω της φορολόγησης των ευνοημένων, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός είναι κάθετα εναντίον του κράτους πρόνοιας και θεωρεί ότι, «το κράτος απαγορεύεται ακόμη και να προσπαθήσει να θεραπεύσει τις άνισες περιστάσεις» (Kymlicka 2010: 269).

Σύγχρονες προκλήσεις – Κοινωνικός φιλελευθερισμός ή νεοφιλελευθερισμός;

Για να εξετάσουμε ποια από τις δύο ιδεολογίες μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις προκλήσεις της εποχής μας, θα επιλέξουμε ένα πρόβλημα που διαπερνά τα κράτη οριζόντια. Μια από τις σοβαρότερες προκλήσεις της εποχής μας είναι η φτώχεια, η οποία μετά από μια περίοδο σοβαρής προσπάθειας περιορισμού της, φαίνεται ότι ξέφυγε πάλι άσχημα. Η νέα πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από την ραγδαία αύξηση των ποσοστών της φτώχειας στον τρίτο κόσμο και την εμφάνιση της τάξης των νεόπτωχων στις αναπτυγμένες χώρες. Η αύξησης της φτώχειας, φαίνεται να συνδέεται στις χώρες του τρίτου κόσμου μεταξύ άλλων με τον υπερπληθυσμό, τις κλιματικές αλλαγές, την παγκοσμιοποίηση, αλλά και τα οικονομικά μοντέλα που εφαρμόζονται κατ’ επιταγήν των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Στις αναπτυγμένες χώρες, το φαινόμενο της εμφάνισης των νεόπτωχων, φαίνεται να συνδέεται ευθέως με τις εφαρμοζόμενες οικονομικές πολιτικές, οι οποίες είναι επί το πλείστον νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης, αλλά και με τις αστοχίες του παρεμβατικού κράτους.

Θα εξετάσουμε λοιπόν, ποια από τις δύο πολιτικές ιδεολογίες μπορεί να απαντήσει καλύτερα, στο πρόβλημα της αντιμετώπισης της φτώχειας. Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, εφαρμόζοντας πολιτικές που προωθούν τη θεμελιώδη αρχή του, των ίσων ευκαιριών, που μπορούν να πάρουν τη μορφή π.χ. δωρεάν εκπαίδευσης/κατάρτισης ή χρηματοδοτήσεων, δίνει τη δυνατότητα σε φτωχούς να απεμπλακούν από τον φαύλο κύκλο της «φτώχειας που γεννάει φτώχεια». Η αναδιανεμητική διαδικασία του κοινωνικού φιλελευθερισμού αντισταθμίζει το μειονέκτημα της περίστασης για τους φτωχούς. Το ότι η ενίσχυση των φτωχών/μειονεκτούντων μπορεί να οδηγήσει στην απεμπλοκή τους από τη φτώχεια, αποδεικνύεται από την επιτυχία του εγχειρήματος του Μπαγκλαντεσιανού τραπεζίτη Muhammad Yunus, που παρέχει μικροδάνεια σε φτωχούς. Αυτό μπορεί να το κάνει απευθείας, με ευνοϊκότερο τρόπο, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα το κράτος του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Με την ίδια λογική, το κράτος πρόνοιας του κοινωνικού φιλελευθερισμού, φροντίζει για μειονεκτούντες που είναι επιρρεπείς στη φτώχεια, π.χ. ανάπηροι, άνεργοι, ασθενείς, ηλικιωμένοι, περιθωριακές ομάδες, κλπ. παρέχοντας ενισχύσεις, περίθαλψη ή συντάξεις, αποτρέποντας έτσι την εξάπλωση της φτώχειας ή την μείωσή της. Αυτή η δυνατότητα του κοινωνικού φιλελευθερισμού, που μέσω της αναδιανομής, μπορεί να καταπολεμήσει τη φτώχεια, επιβεβαιώνεται και από άλλα παραδείγματα. Ένα τέτοιο είναι η χρηματοδότηση προγραμμάτων ενημέρωσης για τον έλεγχο των γεννήσεων, σε χώρες του τρίτου κόσμου. Αυτό μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του προβλήματος του υπερπληθυσμού, που σε χώρες περιορισμένων πόρων, είναι παράγων αύξησης της φτώχειας, Όμως στη πράξη, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός εμφανίζει αρκετές αδυναμίες, που παρακωλύουν τις προσπάθειες καταπολέμησης της φτώχειας. Το κράτος πρόνοιας εμφανίζει μια σαφή αναποτελεσματικότητα ως προς τους αναδιανεμητικούς στόχους. Υπάρχει περιορισμένη μείωση ανισοτήτων σε σχέση με το κόστος. Ευνοούνται ομάδες που ξέρουν να εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες και τους μηχανισμούς του κράτους πρόνοιας. Μέρος των κοινωνικών δαπανών δεν φθάνουν στους δικαιούχους, αλλά εισπράττεται από τη γραφειοκρατία, ενώ από το κοινωνικό κράτος δεν ωφελούνται μόνο οι φτωχοί. Ο έλεγχος των φόρων και των δαπανών, κάνει την πολιτική ηγεσία επιρρεπή στη διαφθορά. Τέλος, δημιουργείται μια κουλτούρα προσδοκιών και απαιτήσεων που οδηγεί σε αυτοτροφοδοτούμενες κοινωνικές δαπάνες.

Από την άλλη μεριά ας εξετάσουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσε ο νεοφιλελευθερισμός να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φτώχειας. Ως γνωστόν, βασικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού, είναι η μη παρέμβαση στα κοινωνικά δρώμενα και η απόλυτη ελευθερία των αγορών (laissez-faire οικονομία). Επίσης, θεωρεί την ύπαρξη ανισοτήτων «φυσιολογική», ενώ είναι απολύτως αντίθετος στη φορολόγηση, με σκοπό την αναδιανομή. Συνεπώς δεν θα έπαιρνε κανένα μέτρο παρεμβατικό, για την καταπολέμηση της φτώχειας, αφού αυτό αντιβαίνει στις αρχές του («το κράτος απαγορεύεται να θεραπεύσει τις άνισες περιστάσεις»). Επιπλέον, θεωρεί ότι η ύπαρξη «υποχρεωτικού ποσοστού ανεργίας» είναι βασικό στοιχείο του οικονομικού του μοντέλου. Άρα, κατά βάσιν, η φτώχεια είναι συστατικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας, αφού ο νεοφιλελευθερισμός «απαιτεί» την ύπαρξη ανεργίας (παράγων φτώχειας). Αντίστοιχα και για τους άλλους παράγοντες «παραγωγής» φτώχειας, όπως φτώχεια τάξης, υπερπληθυσμός, κλιματικές αλλαγές/παραγωγή, μειονεκτούντες, ηλικιωμένοι, κλπ., ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει συγκεκριμένο σχέδιο αντιμετώπισης. Θεωρεί ότι κάποιοι από αυτούς θα αντιμετωπισθούν, μέσα από την ανάπτυξη που θα φέρει η ελεύθερη αγορά, όπως η ταξική φτώχεια, μέσω της δυνατότητας ένταξης στην παραγωγή. Η φτώχεια που οφείλεται σε άλλους παράγοντες, όπως των μειονεκτικών ή των ηλικιωμένων, θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί μέσα από προγράμματα εθελοντισμού, που θα χρηματοδοτούνταν από το περίσσευμα των ευπόρων που δημιούργησε η ελεύθερη αγορά, όπως και μέσα από την συμβατική φιλανθρωπία. Επίσης ο νεοφιλελευθερισμός θεωρεί ότι τα άτομα της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας, κινητοποιούνται περισσότερο στο να δημιουργήσουν συνθήκες αυτοσυντήρησης. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει και στην μείωση της φτώχειας. Είναι φανερό ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν έχει κάποιο επεξεργασμένο σύστημα αντιμετώπισης της φτώχειας, όπως ο κοινωνικός φιλελευθερισμός. Απεναντίας πριμοδοτεί την ανισότητα και κατ’ επέκταση την φτώχεια, την οποία όμως για πολιτικούς λόγους (αποφυγή κοινωνικών αναταραχών), επιθυμεί να κρατάει σε «ανεκτά» επίπεδα. Αλλά κι αυτό δεν προσπαθεί να το επιτύχει μέσα από κάποια διαδικασία εξισωτισμού ή παροχών, αλλά μέσω των διαδικασιών της αγοράς. Οι ενδείξεις όμως είναι αποθαρρυντικές, γιατί μέχρι τώρα, σε όσες χώρες έχει εφαρμοστεί ο νεοφιλελευθερισμός (πολλές πρώην κομμουνιστικές χώρες, ΗΠΑ, Βρετανία, κλπ.), το ποσοστό της φτώχειας αυξήθηκε αντί να μειωθεί (νεόπτωχοι, κλπ.) ή άλλαξε η ποιότητα της φτώχειας.

Συμπεράσματα

Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός, δεν αποτελεί απάντηση στη αντιμετώπιση της φτώχειας και γενικότερα διέξοδο στις προκλήσεις της εποχής μας, αλλά ούτε και ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, όπως εφαρμόστηκε στην μεταπολεμική περίοδο μέχρι τα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’70. Η λύση ίσως να είναι ένας μεταλλαγμένος κοινωνικός φιλελευθερισμός, με κάποια στοιχεία από τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού τουλάχιστον σε τομείς οικονομικής πρακτικής και θέματα που άπτονται του πυρήνα της ατομικής ελευθερίας. Αυτός ο νέος κοινωνικός φιλελευθερισμός θα ήταν αποτελεσματικός, μόνο σε συνδυασμό με ένα προσαρμοσμένο δημοκρατικό σύστημα, το οποίο θα επέτρεπε μεγαλύτερο βαθμό ελέγχου της πολιτικής εξουσίας, ίσως και από μη εκλεγμένα (π.χ. επιλογή μέσω κλήρωσης) σώματα ή θεσμούς με δικαίωμα αρνησικυρίας, τα οποία θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη ροπή για υπερβολή και διαφθορά της πολιτικής εξουσίας και την αναποτελεσματικότητα της γραφειοκρατίας.

Βιβλιογραφία

  1. Σπ. Μαρκέτος, Εισαγωγή στη Μελέτη των Πολιτικών Ιδεολογιών, Εγχειρίδιο Μελέτης, Τομ. Α’, ΕΑΠ, Πάτρα, 2002

  2. Α. Heywood, Πολιτικές ιδεολογίες,μτφ. Χαρ. Κουτρής, ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, Αθήνα, 2007

  3. W. Kymlicka, H πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, μτφ. Γρ. Μολυβάς, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2010

  4. R. Dworkin, Φιλελευθερισμός, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη, 1992

This entry was posted in Πολιτικές Ιδεολογίες and tagged , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.