Βέμπερ – Προτεσταντική Ηθική – Παράγοντες ανάπτυξης του καπιταλισμού – Ένταξη των ιδεών στην ιστορική-κοινωνική εξέλιξη

Εισαγωγή

Ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία του 20ου αιώνα και ίσως το πιο καταλυτικό (αλλά και αμφιλεγόμενο) για την θεμελίωση της Κοινωνιολογίας και την διαφορετική οπτική στις ιστορικές εξελίξεις, είναι η “Προτεσταντική Ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού”, του Μαξ Βέμπερ. Ο Βέμπερ το έγραψε με στόχο, μέσα από την συγκριτική μελέτη των θρησκειών, να δείξει την ιδιαιτερότητα της «δυτικής απόκλισης» (Κονιόρδος 2002: 13) στον καπιταλισμό. Δηλαδή, στην εμφάνιση, μόνο στη Δύση, του σύγχρονου καπιταλισμού.

Ακολούθως, θα γίνει προσπάθεια να αποκωδικοποιηθούν μέσα από το έργο, οι παράγοντες που κατά τη γνώμη του Βέμπερ ευθύνονται για την ανάπτυξη του σύγχρονου δυτικού καπιταλισμού. Επίσης θα παρουσιαστούν τα στοιχεία εκείνα που αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο οι «ιδέες» εντάσσονται στην ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη, χρησιμοποιώντας σαν παράδειγμα την Προτεσταντική Ηθική.

Έννοιες και μεθοδολογικά εργαλεία

Προκειμένου να μελετήσει τα κοινωνικά φαινόμενα, ο Βέμπερ επεξεργάστηκε ορισμένες έννοιες-εργαλεία. Κατ’ αρχάς τον ιδεότυπο, ένα μεθοδολογικό εργαλείο που επιτρέπει την απλοποίηση της πραγματικότητας σε βαθμό που να μπορεί να γίνει προσβάσιμη και να μελετηθεί εξαντλητικά (Κονιόρδος 2002: 32). Είναι μια διανοητική κατασκευή ενός φαινομένου που χρησιμοποιείται σαν “μέτρο” και δεν ανταποκρίνεται σε κάποια δεδομένη πραγματικότητα, ούτε αποτελεί κάποιου είδους υπόδειγμα. Η εκλεκτική συγγένεια, είναι μια έννοια-εργαλείο που αφορά στη σχέση μεταξύ δύο φαινομένων. Η έννοια αυτή χρησιμοποιείται όταν παρατηρείται μια συνάφεια ή αντιστοιχία ανάμεσα σε δυο κοινωνικά φαινόμενα, χωρίς η διασύνδεσή τους να έχει ακριβώς διακριβωθεί και αποσαφηνισθεί (Κονιόρδος 2002: 35-36). Τέλος, ανέπτυξε την έννοια του παράδοξου των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων της κοινωνικής δράσης, σαν κάτι που παρατηρείται όταν τα δρώντα κοινωνικά υποκείμενα, επιχειρούν μια μεταβολή σε ένα ζήτημα, αλλά λόγω της «επενέργειας της δράσης τους και της πληθώρας άλλων παραγόντων το αποτέλεσμα της δράσης τους είναι διαφορετικό από το αναμενόμενο» (Κονιόρδος 2002: 37).

Παράγοντες ανάπτυξης του δυτικού καπιταλισμού

Ο Βέμπερ θεωρούσε ότι η κοινωνικό-ιστορικές εξελίξεις, δεν είναι αποτέλεσμα ενός μόνο παράγοντα, αλλά πολλών. Επίσης ότι, δεν υπάρχει νομοτέλεια (ντετερμινισμός) στις εξελίξεις, αλλά η πιθανότητα να λάβει χώρα μια αλληλουχία γεγονότων. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι εξελίξεις και ειδικά η εμφάνιση και ανάδειξη του σύγχρονου καπιταλισμού, χαρακτηρίζεται από διάφορους παράγοντες, που αναδεικνύουν την «ιδιαιτερότητα» της Δύσης και δικαιολογούν γιατί ο σύγχρονος καπιταλισμός εμφανίσθηκε μόνο εκεί και όχι αλλού. Αυτοί οι παράγοντες και οι εξελίξεις οδήγησαν στη διαφοροποίηση της Δύσης από τον υπόλοιπο κόσμο (Κονιόρδος 2002: 23). Μέσα σε αυτούς, συμπεριλαμβάνονται η επιστήμη και η τεχνολογία, η τέχνη (μουσική και αρχιτεκτονική), η εκπαίδευση, η οργάνωση του κράτους με την εμφάνιση της ειδικευμένης υπαλληλίας, η συστηματική νομική επιστήμη, η πόλις, η ανάδυση του έλλογου στοιχείου και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Μόνο στη Δύση υπήρξε ανάπτυξη της επιστήμης, με τη μαθηματική θεμελίωση των παρατηρήσεων, τη λογική απόδειξη και το πείραμα (Weber 2006: 11-12). Εκεί, η νομική επιστήμη πήρε έλλογη και συστηματική μορφή μέσα από το Ρωμαϊκό Δίκαιο, που ήταν η βάση του Δυτικού Δικαίου. Η τέχνη εξελίχθηκε ορθολογικά και δόθηκαν αντίστοιχες λύσεις σε προβλήματα που επέτρεψαν, μόνο στη Δύση, να γραφτούν σύγχρονες συμφωνίες και όπερες, ή να ζωγραφιστούν έργα με χρήση της προοπτικής. Στην εκπαίδευση, μόνο στη Δύση υπήρξε «επιδίωξη της επιστήμης με ειδικευμένο προσωπικό» (Weber 2006: 13). Η ειδικευμένη υπαλληλία, η οποία υποστηρίζει το κράτος και την σύγχρονη οικονομία, είναι άλλη μια ιδιαιτερότητα της Δύσης. Έτσι και στον οικονομικό τομέα υπάρχει διαφοροποίηση. Δηλαδή, παρότι «το κίνητρο της απόκτησης» και το κυνήγι του χρήματος είναι κοινό σε όλους τους ανθρώπους, σε όλες τις εποχές, αυτό σύμφωνα με τον Βέμπερ, δεν είναι ίδιον του καπιταλισμού και επιπλέον δεν έχει καμιά σχέση με το «πνεύμα» του σύγχρονου δυτικού καπιταλισμού (Weber 2006: 15). Σε αντίθεση με τον τυχοδιωκτικό καπιταλισμό, που βασιζόταν σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες, όπως η χρηματοδότηση πολέμων, η ενοικίαση φόρων ή η αποικιακή εκμετάλλευση, ο σύγχρονος καπιταλισμός, χαρακτηρίζεται από «την επιδίωξη του συνεχώς ανανεωμένου κέρδους, στο πλαίσιο μιας ορθολογικά οργανωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης, μέσα από την αξιοποίηση ευκαιριών ανταλλαγής με ειρηνικές διαδικασίες» (Weber 2006: 15). Αυτό που κυρίως διαφοροποιεί τον καπιταλισμό των άλλων περιοχών ή εποχών από τον σύγχρονο δυτικό καπιταλισμό, είναι ότι η συσσώρευση πλέον γίνεται με ορθολογικό τρόπο, δηλαδή με την επανεπένδυση των κερδών.

Κατά τον Βέμπερ, ο σύγχρονος δυτικός καπιταλισμός, στηρίζεται στην «ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση της (τυπικά) ελεύθερης εργασίας» και την έλλογη βιομηχανική οργάνωση, που είναι προσανατολισμένη στην αγορά (Weber 2006: 18-19). Επίσης, απαραίτητοι για την εμφάνισή του ήταν, «ο χωρισμός της επιχείρησης από τον οίκο», δηλαδή ο νομικός χωρισμός της επιχειρησιακής από την ατομική ιδιοκτησία και η ορθολογική λογιστική (Weber 2006: 19). Σε αυτούς όμως, μπορούμε να προσθέσουμε και τους παρακάτω εξίσου σημαντικούς παράγοντες. Την ειδικευμένη γραφειοκρατία, τη συγκυρία και τη σύμπτωση (όχι όμως το «τυχαίο» (Κονιόρδος 2002: 26)), το τέλος του φεουδαλισμού (που απελευθέρωσε γη και κεφάλαιο) και τις «ιδέες» (π.χ. θρησκευτική πίστη).

Οι παράγοντες όμως αυτοί (ίσως κι άλλοι που δεν αναφέρονται εδώ), εμφανίστηκαν στη Δύση εξαιτίας κάποιων συντελεστών και απαραίτητων συνθηκών, που πάλι ήταν μοναδικοί στη Δύση και όχι αλλού. Έτσι, για την εμφάνιση της ελεύθερης εργασίας ήταν απαραίτητη η ύπαρξη της δυτικού τύπου πόλης. Μόνο στις δυτικές πόλεις έγινε δυνατή η ορθολογική οργάνωση της ελεύθερης εργασίας, γιατί αναπτύχθηκαν με μοναδικό τρόπο τα κοινωνικά μορφώματα του «πολίτη» και του «αστού» (Κονιόρδος 2002: 26). Η αυτονομία της πόλης οδήγησε στην μετατροπή των bourgeois σε αστούς, την συγκρότηση της κοινωνίας στη βάση της σύμβασης των μελών της και την σταδιακή απομάγευση του κόσμου (Κονιόρδος 2002: 28). Η έδραση εκεί της βιοτεχνίας και βιομηχανίας, προσέλκυσε μεγάλα τμημάτων πληθυσμού από την ύπαιθρο, που απελευθερώθηκαν από την ρήξη των φεουδαλικών δεσμών και πλέον «εμπορεύονταν» την εργασία τους. Έτσι έγινε δυνατή η «ορθολογική οργάνωση της ελεύθερης εργασίας».

Στους συντελεστές που σχετίζονται με τους προαναφερθέντες παράγοντες της εμφάνισης και ανάπτυξης του δυτικού καπιταλισμού, συγκαταλέγονται, η διάρθρωση του δικαίου και της διοίκησης (γραφειοκρατεία) (Weber 2006: 22). Η καπιταλιστική επιχείρηση απαιτεί ειδικό νομικό περιβάλλον, τέτοιο που να προστατεύει την κατοχή αγαθών και την διάθεσή τους ελεύθερα, από τους νόμιμους κατόχους τους (Κονιόρδος 2002: 29). Μόνο στη Δύση υπήρξε αυτή η δομή του δικαίου που διευκόλυνε την ανάδυση του καπιταλισμού, αφού επέτρεπε τον υπολογισμό και την προβλεψιμότητα στις οικονομικές πράξεις, πράγμα απαραίτητο για τον ορθολογισμό που απαιτεί ο σύγχρονος καπιταλισμός. Στο πλαίσιο του εξορθολογισμού, το δυτικό δίκαιο «συστηματοποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε με τρόπο έλλογο και ρητό, δηλαδή τυπικό» που επέτρεπε την απρόσωπη νομική πρακτική. Αυτό ενθάρρυνε την επιχειρηματικότητα, γιατί δημιουργούσε το σταθερό περιβάλλον που απαιτούν οι παραγωγικές επενδύσεις στην μεταποίηση, οι οποίες έχουν μεγάλο χρόνο αναμονής κερδών. Επίσης η ειδικευμένη γραφειοκρατεία στη Δύση, που συνδέεται άμεσα με τις διαδικασίες του εξορθολογισμού, εξασφαλίζει σταθερό περιβάλλον, «φιλικό» στην ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Άλλος τέτοιος συντελεστής ήταν η ανάπτυξη των τεχνικών δυνατοτήτων, οι οποίες βρήκαν την εφαρμογή τους στην οικονομική διαδικασία όπως π.χ. στην ανάπτυξη της ορθολογικής λογιστικής, πράγμα που επέδρασε στην εκλογίκευση του καπιταλιστικού συστήματος.

Τέλος, και οι ιδέες συγκαταλέγονται στους παράγοντες που επέτρεψαν την εμφάνιση και ανάπτυξη του δυτικού καπιταλισμού, γιατί η κοινωνική συμπεριφορά έχει άμεση σχέση με τον οικονομικό ρασιοναλισμό. Οι θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις που δημιουργούν συγκεκριμένες ψυχικές αναστολές, π.χ. για το χρέος, μπορούν να επηρεάσουν την έλλογη οικονομική συμπεριφορά (Weber 2006: 23). Αυτές οι δυνάμεις είναι διαμορφωτικά στοιχεία της συμπεριφοράς.

«Ιδέες» και ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη

Ο Βέμπερ διακρίνει τέσσερις τύπους κοινωνικών συμπεριφορών και δράσης: τη συναισθηματική, την παραδοσιακή, την ορθολογική ως προς το σκοπό και την ορθολογική ως προς την αξία (Κονιόρδος 2002: 39). Η «ορθολογική ως προς το σκοπό» δράση, διακρίνεται για την ορθολογική επιλογή των κατάλληλων για την επίτευξη του σκοπού μέσων. Αποκορύφωση αυτού του τύπου δράσης είναι η οικονομικού χαρακτήρα δοσοληψίες (Κονιόρδος 2002: 40). Ο Βέμπερ θεωρεί οποιονδήποτε ντετερμινισμό ή μονοπαραγοντισμό στην ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη, «ανόητη και δογματική» θέση (Weber 2006: 80). Υποστηρίζει πως την εξέλιξη ενός φαινομένου θα μπορούσε να καθορίσει κι ένας οποιοσδήποτε παράγοντας, όπως οι ιδέες. Πίστευε ότι, «ορισμένες θρησκευτικές ιδέες μπορεί να επιδράσουν στην ανάπτυξη ενός οικονομικού πνεύματος» (Weber 2006: 24). Έτσι, δημιούργησε τον ιδεότυπο της ΠΗ της εργασίας, προκειμένου να μελετήσει την ένταξη των ιδεών στο ιστορικο-κοινωνικό γίγνεσθαι και προσπάθησε να βρει μια αιτιώδη σχέση, δηλαδή την εκλεκτική συγγένεια που αναπτύχθηκε ανάμεσα προτεσταντική θρησκευτική πίστη και το «πνεύμα» του καπιταλισμού και το πως «από τις εκλεκτικές αυτές συγγένειες, τα θρησκευτικά κινήματα επέδρασαν στην εξέλιξη του υλικού πολιτισμού» (Weber 2006: 80).

Ο Βέμπερ, δεν θεωρεί ότι αιτιακά, η προτεσταντική πίστη προηγείται της καπιταλιστικής δραστηριότητας (Κονιόρδος 2002: 55). Αντίθετα, είναι οι “αστοί”, κυρίως, καπιταλιστές που προσχωρούν στον προτεσταντισμό. Στη διαδικασία ανάπτυξης του καπιταλισμού, ο Βέμπερ αποκλείει την εθνοτική παράμετρο, αφού οι ίδιες εθνοτικές ομάδες μόνο ως προτεστάντες, είτε ως πλειοψηφία είτε ως μειονότητες, “έδειξαν μια ειδική τάση προς τον οικονομικό ρασιοναλισμό” και θεωρεί ότι αυτό οφείλεται στον “συμφυή χαρακτήρα της θρησκευτικής τους πίστης” (Weber 2006: 35). Μάλιστα ορισμένα προτεσταντικά δόγματα και ιδιαίτερα αυτό του καλβινισμού, προώθησαν ιδιαίτερα το “πνεύμα” του καπιταλισμού (Weber 2006: 39), γιατί θεωρούσαν ότι η συσσώρευση σχετιζόταν με την σωτηρία τους. Όμως, δεν συσχετίζει την οικονομική πρόοδο που επετεύχθη τους 16ο, 17ο αιώνες με την απελευθερωτική αμφισβήτηση των ιδεών της Καθολικής Εκκλησίας, αφού ο καθολικισμός ήταν μάλλον επιεικής απέναντι στους “αμαρτωλούς”, ενώ αντίθετα ο προτεσταντισμός αντιπροσώπευε μια “ολοκληρωτικά αφόρητη μορφή εκκλησιαστικού ελέγχου του ατόμου” (Weber 2006: 33).

Ο Βέμπερ θεωρεί ότι το “ζωτικό στοιχείο” στον σύγχρονο καπιταλισμό, είναι αυτό που χαρακτηρίζει ως “πνεύμα” του καπιταλισμού, με βάση το οποίο “η εργασία αντιμετωπίζεται ως θεϊκό κάλεσμα σε ένα επάγγελμα και ως αυτοσκοπός” (Κονιόρδος 2002: 57). Το περιεχόμενο αυτού του πνεύματος εκφράζεται καλύτερα από τον Benzamin Franklin, (Weber 2006: 42-43). Όσα εξασφαλίζουν πίστη είναι αρετές, έχουμε δηλαδή μια ωφελιμιστική ηθική. Όμως στο πλαίσιο αυτής της ηθικής, η συσσώρευση δεν γίνεται για ικανοποίηση υλικών αναγκών, αλλά ως αυτοσκοπός. Ο λόγος που γίνεται αυτό, είναι γιατί το λέει η Βίβλος. Η απόκτηση χρήματος είναι έκφραση της αρετής και προκοπής σε ένα επάγγελμα και αποτελούν το κέντρο της ηθική αυτής, ενώ η ιδέα του επαγγελματικού καθήκοντος ως χρέους αναδεικνύεται σε χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλιστικού πολιτισμού (Weber 2006: 47). Η εργασία αποτελεί το μέσο για την εκπλήρωση του χρέους. Το νέο πλαίσιο επιβάλει την επιλογή των υποκειμένων της οικονομίας (επιρροή από τον Δαρβινισμό(;)) και οι άνθρωποι πλέον αναγκάζονται να προσαρμοσθούν στους καπιταλιστικούς κανόνες συμπεριφοράς για να επιβιώσουν. Αυτή η ολοκληρωτική αλλαγή στον τρόπο ζωής, κατά τον Βέμπερ, μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια κοσμοθεωρία (“ιδέα”) οπότε, ο ιστορικός υλισμός φαντάζει αφελής (Weber 2006: 48).

Ο νέος καπιταλισμός, είχε να αντιπαλέψει με αυτό που ο Βέμπερ αποκαλεί παραδοσιοκρατία. Δηλαδή την άποψη των εργαζομένων ότι εργαζόμαστε τόσο όσο να ζήσουμε όπως έχουμε συνηθίσει και των “παραδοσιακών” εργοδοτών του κερδοσκοπικού καπιταλισμού ή του τραντισιοναλιστικού πνεύματος. Απέναντι σε αυτούς, εμφανίσθηκαν οι νέες μορφές εργαζομένων και εργοδοτών. Η θρησκευτική εκπαίδευση (πιετιστές, προτεστάντες), οδηγούσε στην ανάπτυξη στους μισθωτούς εργάτες, του αισθήματος εργατικού καθήκοντος και σε συνδυασμό με τον αυτοέλεγχο και τη λιτότητα, στην σύλληψη της εργασίας σαν επάγγελμα-κάλεσμα και σαν αυτοσκοπό (Weber 2006: 55). Εδώ λοιπόν παρατηρείται μια εκλεκτική συγγένεια κοινωνικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, η εργασία σαν κοινωνική δράση, μετατρέπεται μέσω της καλβινιστικής ηθικής, από συναισθηματική (παραδοσιοκρατία) σε αυτοσκοπό, δηλαδή σε ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη. Αντίστοιχα, ο νέος τύπος καπιταλιστή, δεν προέρχεται από την παραδοσιακή εμπορική ή χρηματιστηριακή αριστοκρατία, αλλά από τα χαμηλά στρώματα των πόλεων, με αυστηρά αστικές απόψεις και “αρχές”, «βιοτέχνης και μικρέμπορος, που επιδιώκει συστηματικά και έλλογα το κέρδος» (Κονιόρδος 2002: 60). Ο νέος επιχειρηματίας δεν πληρώνει χρήματα συνείδησης όπως οι «παραδοσιακοί» καπιταλιστές που θεωρούσαν ότι έκαναν κάτι έξω από την ηθική (Weber 2006: 65), αφού γι’ αυτόν η επιδίωξη του κέρδους και η δέσμευση στο επάγγελμα, αποτελούσαν ηθική συμπεριφορά και θρησκευτικό καθήκον. Λόγω του εγκόσμιου ασκητισμού που επέβαλε ο προτεσταντισμός, οι εργοδότες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κέρδη τους για υλικές απολαύσεις ή κερδοσκοπία και αναγκαστικά τα αυτά επανεπενδύονταν, εισάγοντας έτσι τον σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτό αποτέλεσε ένα μη αναμενόμενο αποτέλεσμα της προτεσταντικής ηθικής. Αυτή η θρησκευτικής προέλευσης συμπεριφορά, της εμμονής στην εργασία και της επαγγελματικής ευθύνης, σε πείσμα της ανθρώπινης τάσης για ευδαιμονισμό, είναι κατά τον Βέμπερ άλογη (Weber 2006: 62). Όμως, λειτουργεί προς την «εκλογίκευση της εργασιακής-οικονομικής δραστηριότητας» (Κονιόρδος 2002: 60).

Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία αναπτύχθηκε αυτή η ιδιαίτερη σημασία του επαγγέλματος, με την έννοια του έργου ζωής (Weber 2006: 69). Ο Λούθηρος ανέπτυξε αυτή την ιδέα σύμφωνα με την οποία, το επάγγελμα αποτελεί κάλεσμα από το Θεό προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο προορισμός του ανθρώπου. Άρα είναι και χρέος απέναντι στον Θεό. Η εκπλήρωση αυτού του χρέους αποτελεί ύψιστη ηθική υποχρέωση και προκύπτει από τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, είναι ο “προορισμός” του (Weber 2006: 70). Συνεπώς η θέση του σε ένα επάγγελμα αποτελεί θέλημα θεού. Έτσι επιτελείται και μια ηθική δικαιολόγηση της εγκόσμιας επαγγελματικής ζωής. Όμως για τον Λούθηρο, “το άτομο όφειλε να μένει για πάντα στη θέση του και να μην υπερβαίνει τα όρια” που του έχουν τεθεί (Weber 2006: 74) και έτσι ενισχύει τον τραντισιοναλισμό, αφού επιβάλει την αποδοχή της υφιστάμενη τάξης πραγμάτων. Αυτό που άλλαξε ριζικά τα πράγματα για το επάγγελμα και την εργασία, ήταν η θέση του καλβινισμού και άλλων προτεσταντικών αιρέσεων. Σε αυτές παρατηρείται μια στροφή στο να αξιολογείται η εγκόσμια ζωή ως καθήκον (Weber 2006: 77). Οι θεμελιωτές αυτών των εκκλησιών όμως, δεν είχαν σαν σκοπό να ξυπνήσουν το “καπιταλιστικό πνεύμα”. Δεν στόχευαν σε κανενός είδους ηθικοκοινωνικές μεταρρυθμίσεις παρά μόνο στην σωτηρία της ψυχής. Όλα τα “ιδεώδη και τα πρακτικά αποτελέσματα των δογμάτων τους ήταν συνέπειες θρησκευτικών ελατηρίων” (Weber 2006: 78). Συνεπώς οι πολιτιστικές συνέπειες της Μεταρρύθμισης (δηλαδή η ανάδυση του σύγχρονου καπιταλισμού), ήταν ένα μη αναμενόμενο αποτέλεσμα του έργου των μεταρρυθμιστών (Weber 2006: 79).

Επίλογος

Ο Βέμπερ, μέσα από την ΠΗ θέλησε να δείξει πως οι «ιδέες» εντάσσονται στην ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη και επηρεάζουν κοινωνικά φαινόμενα, όπως για παράδειγμα την οικονομική εξέλιξη. Για να το δείξει αυτό, επέλεξε μια «ιδέα» που έχει θρησκευτικές ρίζες, την Προτεσταντική ηθική της εργασίας και προσπάθησε να δείξει ότι, ήταν μία από τις αιτίες (παράγοντες) για την εμφάνιση και ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Δηλαδή κάτι από το “εποικοδόμημα” (η ιδέα), σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία, ήταν η αιτία για τη “βάση” (σύγχρονη οικονομία). Γι’ αυτό η ΠΗ πρέπει να αντιμετωπισθεί ως παράδειγμα (ιδεότυπος) και όχι σαν μελέτη-αυτοσκοπός.

Ο σκοπός του, ήταν να αντικρούσει τις μονο-παραγοντικές ερμηνείες της ιστορίας και των κοινωνικών εξελίξεων. Ο Μαρξισμός θεωρούσε ότι ο οικονομικός παράγων, ήταν η βάση για όλα τα υπόλοιπα, τις σχέσεις, τις εξελίξεις, ακόμη και τις «ιδέες» και τα οποία αποτελούσαν το λεγόμενο «εποικοδόμημα». Ο Βέμπερ αντέτεινε ότι, οι ιστορικο-κοινωνικές εξελίξεις είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων διαδικασιών στις οποίες εμπλέκονται, με μοναδικό για το αποτέλεσμα τρόπο, πολλοί παράγοντες, ανάμεσά τους και οι ιδέες. Έτσι χρησιμοποίησε την ΠΗ για να συμβάλει στην κατανόηση αυτής της θεώρησης.

Βιβλιογραφία

  1. M. Weber, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, μτφ. Μιχ. Κυπραίου, GUTENBERG, ΑΘΗΝΑ 2006

  2. Σ. Κονιόρδος, Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Τομ. Α, Η Θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ, 2002

This entry was posted in Κοινωνιολογία. Bookmark the permalink.

1 Responses to Βέμπερ – Προτεσταντική Ηθική – Παράγοντες ανάπτυξης του καπιταλισμού – Ένταξη των ιδεών στην ιστορική-κοινωνική εξέλιξη

  1. Ο/Η ♣ nigromontanus λέει:

    «Άγγελοι της Ιστορίας και νεοτερικοί ψευδοπροφήτες».
    Για τον Μάξ Βέμπερ και τα επιλεγόμενά του στο βιβλίο «Προτεσταντική ηθική» (το «σιδερένιο κλουβί» και οι «τελευταίοι άνθρωποι» στο όψιμο κεφαλαιοκρατικό σύστημα):
    “Ειδήμονες χωρίς πνεύμα, ηδονιστές χωρίς καρδιά (Fachmenschen ohne Geist, Genußmenschen ohne Herz): Αυτές οι ασημαντότητες φαντάζονται πώς υψώθηκαν σ’ ένα επίπεδο του ανθρώπινου πολιτισμού στο οποίο κανείς δεν έφτασε προηγουμένως”.

    http://nigromont.wordpress.com/2013/03/03/%CE%AC%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF-%CF%88/

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.